- ἐνάτου
- ἔνατοςninthmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
девѧтыи — (62) пр. Девятый: како ты ѹ мене и чьстьное дрѣво възъмъ и вевериць ми не присълещи то девѩтое лѣто ГрБ № 246, XI; онорь˫а въ девѩтоѥ. и ѳеодоси˫а въ осмоѥ авъгѹстѹ КЕ XII, 164б; до девѩтаго правила. КН 1280, 514а; въ девѩтыи же ча(с) сбираѥмъсѩ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αποβολή — Η απόρριψη, η απώλεια, το χάσιμο· η άμβλωση, ο πρόωρος τοκετός. Α. λέγεται επίσης η απαγόρευση φοίτησης μαθητή σε σχολείο και ενέχει τον χαρακτήρα πειθαρχικής τιμωρίας. Η α. αυτή μπορεί να είναι προσωρινή ή οριστική. Α. επιβάλλεται και από τις… … Dictionary of Greek
δεκαμηνιαίος — α, ο (Α δεκαμηνιαῑος, Μ δεκαμηναῑος) διάρκειας δέκα μηνών νεοελλ. γεννημένος μετά τη συμπλήρωση τού ένατου μήνα … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κηριοκλέπτης — κηριοκλέπτης, ὁ (Α) αυτός που κλέβει κηρήθρα, τίτλος τού δέκατου ένατου ειδυλλίου τού Θεόκριτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρίον + κλέπτης (< κλέπτης), πρβλ. ζωο κλέπτης, ιματιο κλέπτης] … Dictionary of Greek
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek
πλεύρα — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek
προμεσουράνημα — ήματος, τὸ, Α [μεσουράνημα] αστρολ. ονομασία τού ένατου τόπου … Dictionary of Greek
Δυρράχιο — I (αλβαν. Dürres). Πόλη (182.988 κάτ. το 2001) της Αλβανίας και πρωτεύουσα του νομού Δυρραχίου (827 τ. χλμ., 247.354 κάτ.). Είναι χτισμένη στα βόρεια του ομώνυμου κόλπου, στην Αδριατική θάλασσα. Απέχει 20 χλμ. από την πόλη των Τιράνων, της οποίας … Dictionary of Greek
Μορμόνοι — (Mormons). Οπαδοί μιας θρησκευτικής αίρεσης (περίπου 5.000.000 πιστοί στις ΗΠΑ), γνωστοί κυρίως γιατί αποίκισαν τη Γιούτα των ΗΠΑ και εφάρμοζαν επί αρκετές δεκαετίες την πολυγαμία. Το 1820 ο δεκαπενταετής Τζόζεφ Σμιθ, γιος ενός καλλιεργητή από το … Dictionary of Greek